Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κοὐκ ἔτ

См. также в других словарях:

  • Κουκ, νησιά — (Cook Islands). Αρχιπέλαγος (236,7 τ. χλμ., 17.800 κάτ. το 2002) του κεντρικού Ειρηνικού ωκεανού στην Πολυνησία με πλήρη αυτονομία και ελεύθερη σύνδεση με τη Νέα Ζηλανδία. Πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη είναι η Αβαρούα, στο νησί Ραροτόνγκα.… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, πορθμός — Πορθμός (μήκος 205 χλμ.) που χωρίζει τα δύο νησιά της Νέας Ζηλανδίας και συνδέει τη θάλασσα της Τασμανίας στα Δ με τον Ειρηνικό ωκεανό στα Α. Το πλάτος του κυμαίνεται από 25 έως 150 χλμ., ενώ το μέγιστο βάθος του είναι 365 μ. Έλαβε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κοὐκ — οὐκ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐκ' — οὐκί , οὐ in truth epic ionic (proclitic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Τζορτζ Κραμ — (George Cram Cook, ΗΠΑ 1783 – Δελφοί 1924). Αμερικανός λόγιος και φιλέλληνας. Για αρκετό χρονικό διάστημα δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Οχάιο. Ίδρυσε δικό του θέατρο, στο οποίο ανέβασε δύο έργα ελληνικής έμπνευσης, την Πηγή και τις Αθηναίες. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Φρέντερικ Άλμπερτ — (Frederick Albert Cook, 1865 – 1940). Αμερικανός εξερευνητής και γιατρός. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική, πήρε μέρος με την ιδιότητα του γιατρού στην αποστολή του Ρόμπερτ Πίρι στον Βόρειο Πόλο (1891 92). Αργότερα συμμετείχε σε… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»